Στα(έ)λ, Μαντάμ ντε-

Στα(έ)λ, Μαντάμ ντε-
(Madame de Stael). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι, 1766-1817). Ανν-Λουίζ-Ζερμέν Νεκέρ, κόρη του βαρώνου Νεκέρ, τραπεζίτη του Λουδοβίκου 16ου, περισσότερο γνωστή με το όνομα του πρώτου της συζύγου βαρώνου Σταλ-Χόλσταϊν, πρεσβευτή της Σουηδίας στο Παρίσι. Δέχτηκε με συμπάθεια την Επανάσταση, αλλά το 1792 αναγκάστηκε να καταφύγει στην κατοικία της στο Koπέ, στη λίμνη της Γενεύης. Γυρίζοντας στο Παρίσι, δημιούρηγσε, γύρω στο 1795, ένα ονομαστό φιλολογικό σαλόνι. Η στάση της όμως, ολοένα και πιο εχθρική προς το Ναπολέοντα, την ανάγκασε να αυτοεξοριστεί πάλι στο Κοπέ, όπου συγκέντρωσε γύρω της ονόματα όπως του Κονστάν, του Σισμοντί, του Σλέγκελ. Τα έργα της είχαν και διατηρούν ακόμα σημαντική πολιτιστική αξία και μ’ αυτά η Σ. γίνεται φορέας του βαθύτατα ανανεωτικού πνεύματος που θ’ αποτελέσει τη βάση του ρομαντισμού. Υποδειγματικό είναι το δοκίμιο Η λογοτεχνία στις σχέσεις της με τους κοινωνικούς θεσμούς (1800), εμπνευσμένο από το Μοντεσκιέ, στο οποίο αναπτύσσει το αξίωμα, ότι οι μεγάλες εποχές της λογοτεχνίας αντιστοιχούν σε περιόδους ελευθερίας. Πιο σημαντικό έργο της είναι χωρίς αμφιβολία το Περί Γερμανίας, που κατασχέθηκε αμέσως μετά την εκτύπωση του το 1810 από το Ναπολέοντα και εκδόθηκε το 1813 στην Αγγλία. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου διαγράφονται οι βάσεις της ρομαντικής κριτικής: η Σ., πνεύμα κοσμοπολίτικο, υπερασπίζεται το ιδανικό μιας ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που πρέπει να εμπλουτίζεται, με τις πρωτότυπες εθνικές εμπειρίες. Η Μαντάμ ντε Στα(έ)λ, έργο του Φ. Ζεράρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σεβινιέ, Μαρί ντε Ραμπυτέν - Σαντάλ μαρκησία — (Sevigne). Γαλλίδα συγγραφέας (Παρίσι 1626 Γκρινιάν, Ντρομ 1696), γνωστή ως Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Από οικογένεια ευγενών της Βουργουνδίας, έχασε τους γονείς της στα πρώτα παιδικά χρόνια. Σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε έναν ευγενή από τη Βρετάνη, τον …   Dictionary of Greek

  • Έσα ντε Κεϊρόζ, Χοσέ Μαρία — (José Maria Εçαde Queiroz, Πόβοα ντε Βαρζίμ 1845 – Παρίσι 1900). Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρεαλισμού. Σπούδασε νομικά, αναγορεύθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα… …   Dictionary of Greek

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • Μισίμα, Γιούκο — (Mishima Yukio, ψευδώνυμο του Χιραόκα Κιμιτάκε Hiraoka Kimitake, Τόκιο 1925 – 1970). Ιάπωνας συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες, στο έργο του οποίου εκφράζεται η σύγκρουση της τάσης ανάμεσα στη δυτικοποίηση της …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”